γλύπτας

γλύπτας
γλύπτᾱς , γλύπτης
carver
masc acc pl
γλύπτᾱς , γλύπτης
carver
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γλυπτάς — γλυπτά̱ς , γλυπτός fit for carving fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμψυχώνω — και εμψυχώ ( όω) (AM ἐμψυχῶ, Μ και ἐμψυχώνω) 1. καθιστώ κάτι ή κάποιον ζωντανό, έμψυχο, ζωντανεύω, δίνω ζωή, επαναφέρω στη ζωή («ἐνεψύχωσε δ ὁ γλύπτας τὸν λίθον», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. ενθαρρύνω, εγκαρδιώνω, τονώνω, δίνω δύναμη, εμπνέω θάρρος («το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”